- εκλαμπρότατος
- η , ο[ν] сиятельный (титул);
εκλαμπρότατε άρχων! — ваше сиятельство!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλαμπρότατε άρχων! — ваше сиятельство!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλαμπρότατος — η, ο εξοχότατος (τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
σπεκταβίλιος — ὁ, Μ (τίτλος αυτοκρατορικού αξιωματούχου) εκλαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spectabilis «αξιοθέατος, λαμπρός»] … Dictionary of Greek
Ρώμας — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Ιταλίας, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 16o αι. και έπειτα στη Ζάκυνθο. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι ακόλουθοι. 1. Αλέξανδρος (1861 – 1914). Γιος του Σπυρίδωνα. Σπούδασε πολιτικές… … Dictionary of Greek